μισθομολογία
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ἡ, contract of letting, PLips.18.22.
Greek Monolingual
μισθομολογία, ἡ (Α)
συμβόλαιο μισθώσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ὁμολογία.