μισωτής

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

μισωτής, ὁ (Μ)
αυτός που μισεί, που αισθάνεται μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισητής, -κατά τα ουσ. σε -ωτής].