Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.
μισωτής, ὁ (Μ)αυτός που μισεί, που αισθάνεται μίσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισητής, -κατά τα ουσ. σε -ωτής].