μνηστήριος
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
German (Pape)
[Seite 196] zum Freien gehörig, δῶρα, Brautgeschenke, mit denen man um die Braut wirbt, Christod. ecphr. 68.
Greek (Liddell-Scott)
μνηστήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μνηστείαν, μνηστήρια δῶρα Χριστοδ. Ἔκφρ. 68.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μνηστήριος, -ον) μνηστήρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μνηστήρα ή στη μνηστή ή αυτός που προέρχεται από τον μνηστήρα («μνηστήρια δώρα»).