μνοία
From LSJ
German (Pape)
[Seite 196] ἡ, auch μνωΐα u. μνῴα geschrieben, oder μνωά, bei den Kretern die Sclavenfamilie, der Sclavenstand; scol. 22 in Ath. XV, 696 (vgl. Ilgen p. 102 ff.); ib. VI, 263 f wird es ἡ κοινὴ δουλεία erkl., im Gegensatz der ἰδία, ἀφαμιῶται, also Staatssclaven; vgl. Strab. 12, 3, 4 (mss. μινώα).
Greek (Liddell-Scott)
μνοία: ἢ μνωία, συνῃρ. μνῴα, ἡ, τάξις δούλων, ἢ δουλοπαροίκων ἐν Κρήτῃ, Σκόλιον Ὑβρίου τοῦ Κρητὸς (27 Bergk) παρ’ Ἀθην. 696Α, 263F, Στράβ. 542, Ἡσύχ.· - ἐντεῦθεν μνοίτης, καὶ μνωίτης, συνῃρ. μνῴτης, ου, ὁ, εὐγενὴς οἰκέτης ἐν Κρήτῃ, Ἑρμῶναξ ἐν Κρητικαῖς γλώσσαις παρ’ Ἀθην. 267C, Πολυδ. Γ΄, 83 πρβλ. Müller Dor. 3. 4. § 1.