μογγολοειδής
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που είναι όμοιος με Μογγόλο
2. ιατρ. χαρακτηρισμός παιδιών που η όψη τους θυμίζει άτομο μουγολικής φυλής με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο επίκανθο
3. φρ. «μογγολοειδής γεωγραφική φυλή»
ανθρωπολ. ομάδα ανθρώπινων πληθυσμών που απαντούν στην ανατολική, νοτιοανατολική και κεντρική ανατολική Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < mongoloid].