μοιραίνω
From LSJ
Greek Monolingual
1. (για τη μοίρα) καθορίζω, προδιαγράφω το πεπρωμένο, ορίζω τη μοίρα ενός προσώπου, ιδίως κατά την ώρα της γέννησής του
2. προκαθορίζω τα μελλοντικά προτερήματα κάποιου
3. παροιμ. «η μάννα γεννάει, μα δε μοιραίνει» — τη ζωή τη δίνουν οι γονείς, αλλά την τύχη του καθένα οι Μοίρες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «πεπρωμένο» + κατάλ. -αίνω].