μοιρογράφω
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Greek Monolingual
μοιρογράφω (Μ)
(για την τύχη) γράφω, προσδιορίζω τη μοίρα κάποιου.
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
μοιρογράφω (Μ)
(για την τύχη) γράφω, προσδιορίζω τη μοίρα κάποιου.