μολίβδαινα
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
μολῐβ-δεος, μολῐβ-δικός, μόλῐβ-δος, μολῐβ-δοτήξ, μολῐβ-δουργός, μολῐβ-δοχόος, v. μόλυβδος, etc.
German (Pape)
[Seite 199] ἡ, = μολύβδαινα.
Greek (Liddell-Scott)
μολίβδαινα: -βδεος, -βδικός, -βδος, κτλ., ἴδε ἐν λέξει μόλυβδος.
Greek Monolingual
μολίβδαινα, ἡ (Α)
βλ. μολύβδαινα.