μολίβιον
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
τό, Dim. of μόλιβος, leaden tube, Antyll. ap. Orib.10.19.5:
Greek (Liddell-Scott)
μολίβιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μόλιβος, Ἀρχ. Ἰατρ. 310 Matth.· μολιβίδιον, τό, αὐτόθι 273.