μολυβδόνερο

From LSJ

Greek Monolingual

και μολυβόνερο, το
(φαρμ.) βασικός οξικός μόλυβδος αραιωμένος με νερό, ο οποίος χρησιμοποιείται σε επιθέματα, καθώς και για πλύσεις λόγω τών στυπτικών ιδιοτήτων του.