μονοθάλαμος
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που σύγκειται από έναν μόνο θάλαμο ή αυτός που έχει έναν μόνο θάλαμο
2. βιολ. χαρακτηρισμός τών τρηματοφόρων τα οποία αυξάνονται χωρίς να διαφραγματοποιούνται, καθώς και τών κηκίδων που έχουν μία μόνον προνυμφική αίθουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].