μονομάχης
From LSJ
English (LSJ)
μονομάχου, ὁ, = μονομάχος, S.E.P.1.156.
German (Pape)
[Seite 204] ὁ, = μονομάχος; Clem. Al.; S. Emp. pyrrh. 1, 156. 3, 212 Bekk.
Russian (Dvoretsky)
μονομάχης: ου ὁ Sext. = μονομάχος II.
Greek (Liddell-Scott)
μονομάχης: -ου, ὁ, = μονομάχος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 156, Κλήμ. Ἀλ. 167.
Greek Monolingual
μονομάχης, ὁ (Α)
μονομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονομάχος, κατά τα αρσ. σε -ης].