μονομανία

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

η
1. (ψυχιατρ.) ψυχική διαταραχή, κατά την οποία μία μόνο ιδέα ή ένας περιορισμένος κύκλος ιδεών απασχολεί όλες τις διανοητικές λειτουργίες του ασθενούς, αλλ. ιδεοληψία
2. μτφ. έντονη κλίση προς κάτι, η οποία απορροφά ολοκληρωτικά κάθε σκέψη και δραστηριότητα ενός ατόμου («διακατέχεται από μονομανία για το ποδόσφαιρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Αδ. Κοραή].