μονοπόδαρος

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μονοπόδαρος, -ή, -ο[ν])
αυτός που έχει απομείνει με ένα πόδι, ο ανάπηρος κατά το ένα πόδι
νεοελλ.
(για έπιπλα) αυτός που στηρίζεται σε ένα μόνο πόδι είτε λόγω φθοράς τών άλλων είτε λόγω κατασκευής
μσν.
αυτός που στέκεται όρθιος με το ένα πόδι.