μορφίζω

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

μορφίζω) μορφή
1. δίνω σε κάποιον ωραιότερη ή καλύτερη μορφή, ομορφαίνω («η κοκκινάδα της ντροπής μορφίζει τα κορίτσια», παροιμ.)
2. (για λόγια, μύθους, πράγματα) καλλωπίζω, στολίζω, διασκευάζω («κι εμόρφιζε τα ψέματα κι εκείνοι τα πιστεύαν», Ερωτόκρ.)
3. (για πρόσωπα) γίνομαι ομορφότερος σε σχέση με ό,τι ήμουν προηγουμένως («όσο μεγαλώνει μορφίζει όλο και πιο πολύ»)
μσν.
(το μέσ.) μορφίζομαι
υποκρίνομαι, προσποιούμαι («μορφίζομαι τὴν εὐσέβειαν», Γελάσ. Κυζ.).