μουσόομαι

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek (Liddell-Scott)

μουσόομαι: Παθ., ἀνατρέφομαι ἐμμούσως ὡς ἁρμόζει εἰς λάτριν τῶν Μουσῶν, εἶμαι πεπαιδευμένος, ἔμμουσος, οὐ μεμούσωμαι κακῶς Ἀριστοφ. Λυσ. 1127· πολυγράμματος ὤν καὶ μεμουσωμένος Πλούτ. 2. 1121F· ἐντεῦθεν ὁ Πλούτ. (ἐν βίῳ Περικλ. 5) λέγει ὅτι ὁ ποιητὴς Ἴων: ἐπαινεῖ δὲ τὸ Κίμωνος ἐμμελὲς καὶ ὑγρὸν καὶ μεμουσωμένον ἐν ταῖς περιφοραῖς, τὸν εὔκολον δηλ. καὶ εὐγενῆ αὐτοῦ τρόπον· - ἐπὶ Ἰνδικοῦ τινος ὀρνέου, καὶ μουσωθὲν ἀνθρώπου φωνήν, διδαχθὲν νὰ μιμῆται φωνὴν ἀνθρώπου, Αἰλ. π. Ζ. 16. 3. ΙΙ. ἁρμόζομαι πρὸς μουσικήν, τονίζομαι, τὰ δι’ ᾠδῆς... μουσωθέντα κρούματα Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40· - ἠχῶ μουσικῶς, Φιλόστρ. 713.

Greek Monotonic

μουσόομαι: Παθ., εκπαιδεύομαι όπως αρμόζει σε φίλο των Μουσών, λαμβάνω εκπαίδευση ή παιδεία, εκπαιδεύομαι στα γράμματα, σε Αριστοφ., Περίκλ.

Middle Liddell

μουσόομαι,
Pass. to be trained in the ways of the Muses, to be educated or accomplished, Ar., Pericl.