μπαγκέρης

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

και μπανκέρης, ο
1. τραπεζίτης
2. (στη χαρτοπαιξία) αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, ο μπαγκαδόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banchiere (βλ. λ. μπάγκα)].