μπερμπάντης
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
και μπιρμπάντης, ο, θηλ. -ισσα
1. γυναικάς, ακόλαστος
2. φαύλος, αχρείος
3. γλεντζές
4. έξυπνος, τετραπέρατος, τσαχπίνης, πονηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. birbante].