μπλαστρώνω

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source

Greek Monolingual

μπλάστρι
1. επιθέτω έμπλαστρο
2. φρ. «τον μπλάστρωσα στο ξύλο» — τον έδειρα ανηλεώς ώσπου να αρρωστήσει.