μπουγάτσα

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

και μπογάτσα, η
είδος εδέσματος του ταψιού με ανατολίτικη προέλευση, που παρασκευάζεται από φύλλα ζύμης και γέμιση από κρέμα γάλακτος ή τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. πογάτσα < τουρκ. bogăca < ιταλ. focaccia «γλύκισμα»].