μπροστάντζα

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

η
χρηματική προκαταβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. -άντζα (< βεν. κατάλ. -anza), πρβλ. μαστοράντζα, σιγουράντζα].