άντζα

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

η (Μ ἄντζα)
1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη
2. ο μηρός
3. το σκέλος
4. ο ταρσός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο υφαντικού ιστού». Κατ΄ άλλους η λ. προήλθε από ουσ. αντζί < αντικνήμιον, με σύντμηση ή < γαλλ. anche «γλωττίδα» ή < (αρχ. γαλλ.) hanche «γοφός» ή < (αρχ. ουσ.) άγκη ή < επίρρ. άντα ή < πρόθ. αντί ή < ουσ. αντί ή < ιταλ. anca «γοφός» ή < (δημώδ. λατ.) < ancia ή < λατ. anta].