μπροστάρης

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

ο
1. το κριάρι που οδηγεί το κοπάδι
2. μτφ. οδηγός, αρχηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. -άρης].