μπόλια

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

η (Μ μπόλια)
γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, μαντίλι, τσεμπέρι
νεοελλ.
1. προσόψιο, πετσέτα
2. το επίπλοο τών ζώων που σφάζονται, αλλ. ξιγκιά, σκέπη, τσίπα
μσν.
ποδιά, ύφασμα που ζώνεται στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. imbolia].