μυκοειδή
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
τα
(βιοχ.) άλλη ονομασία τών βλεννοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. mycoides (< μύκης «μύκητας» + -ειδής)].