μυξοίδημα
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Greek Monolingual
το
ιατρ. πάθηση που οφείλεται σε υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxoedeme (< μύξα + οίδημα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].