μυξοίδημα

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

το
ιατρ. πάθηση που οφείλεται σε υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxoedeme (< μύξα + οίδημα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].