μυρμηκίαση

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυρμηκίασις) μυρμηκιώ
νεοελλ.
ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή του σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσων
β) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα
(μσν. -αρχ.) σαρκώδης έκφυση του δέρματος, μυρμηγκιά
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νάρκη».