αιμωδία

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source

Greek Monolingual

η (Α αἱμωδία)
νεοελλ.
τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα)
αρχ.
1. κνησμός, φαγούρα τών ούλων (που προξενείται από τροφή με όξινη γεύση ή από εμετό)
2. πάθηση, πόνος τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμωδῶ.
ΠΑΡ. αἱμωδιῶ
νεοελλ.
αιμωδιάζω].