Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιμωδία

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

η (Α αἱμωδία)
νεοελλ.
τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα)
αρχ.
1. κνησμός, φαγούρα τών ούλων (που προξενείται από τροφή με όξινη γεύση ή από εμετό)
2. πάθηση, πόνος τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμωδῶ.
ΠΑΡ. αἱμωδιῶ
νεοελλ.
αιμωδιάζω].