μυρόλωτος

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρόλωτος Medium diacritics: μυρόλωτος Low diacritics: μυρόλωτος Capitals: ΜΥΡΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: myrólōtos Transliteration B: myrolōtos Transliteration C: myrolotos Beta Code: muro/lwtos

English (LSJ)

ὁ, scented lotus, Phot. and Suid. s.v. λωτός.

German (Pape)

[Seite 221] ὁ, eine duftende Lotosart, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόλωτος: ὁ, ἀρωματικός, εὐώδης λωτός, Φώτ.

Greek Monolingual

μυρόλωτος, ὁ (Μ)
λωτός ευώδης, αρωματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + λωτός].