μυρόλωτος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, scented lotus, Phot. and Suid. s.v. λωτός.
German (Pape)
[Seite 221] ὁ, eine duftende Lotosart, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
μῠρόλωτος: ὁ, ἀρωματικός, εὐώδης λωτός, Φώτ.
Greek Monolingual
μυρόλωτος, ὁ (Μ)
λωτός ευώδης, αρωματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + λωτός].