Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυστρί

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

το (ΑΜ μυστρίον) μύστρον
νεοελλ.
εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και το χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση
μσν.
μικρό σιδερένιο εργαλείο τών λιθοξόων, ο τύκος, το τυκίον
(μσν. -αρχ.) υποκορ. του μύστρον
αρχ.
1. η μυστίλη
2. είδος μέτρου ίσο με δύο κοχλιάρια, το μύστρον.