μυστρί

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ μυστρίον) μύστρον
νεοελλ.
εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και το χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση
μσν.
μικρό σιδερένιο εργαλείο τών λιθοξόων, ο τύκος, το τυκίον
(μσν. -αρχ.) υποκορ. του μύστρον
αρχ.
1. η μυστίλη
2. είδος μέτρου ίσο με δύο κοχλιάρια, το μύστρον.