μυστρί

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

το (ΑΜ μυστρίον) μύστρον
νεοελλ.
εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και το χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση
μσν.
μικρό σιδερένιο εργαλείο τών λιθοξόων, ο τύκος, το τυκίον
(μσν. -αρχ.) υποκορ. του μύστρον
αρχ.
1. η μυστίλη
2. είδος μέτρου ίσο με δύο κοχλιάρια, το μύστρον.