μόδι
From LSJ
Greek Monolingual
το (ΑΜ μόδιον Α και μόδιος, ὁ, Μ και μόδιν και μόδι)
μέτρο χωρητικότητας ξηρών καρπών, και ιδίως σιτηρών, που ισοδυναμεί με 8,75 λίτρα
μσν.-αρχ.
μονάδα μέτρησης μήκους ίση με 200 οργιές
μσν.
χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλήθος και, γενικά, μεγάλη ποσότητα
αρχ.
οικιακό σκεύος το οποίο είχε χωρητικότητα ίση με ένα μόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. modius].