μόλος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

ο (Μ μόλος)
1. φυσική ή τεχνητή προεξοχή ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα και χρησιμεύει για να πλευρίζουν τα πλοία, προκυμαία, προβλήτα
2. (συνενδ.) λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. molo].