μόρινος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
η, ον, mulberry-coloured, CPR27.8 (ii A. D.).
Greek Monolingual
μόρινος, -η, -ον (Α) μόρον
αυτός που έχει το χρώμα του μούρου («παλλίολον μόρινον», πάπ.).