μύχουρος
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (οὖρος) warder of the interior, Lyc.373.
German (Pape)
[Seite 224] der Wächter des Innersten, Lycophr. 373.
Greek (Liddell-Scott)
μύχουρος: [ῠ], ὁ, (οὖρος) ὁ φυλάττων τοὺς μυχούς, δηλ. ὁ ἔχων μυχοὺς (θαλασσίους), Λυκόφρ. 373.