νήυτμος

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Middle Liddell

νήϋτμος, ον, (νη-, ἀϋτμή), breathless, Hes.

Greek Monolingual

νήϋτμος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει, αναπνοή, άπνους («κεῖται νήϋτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀϋτμή «πνοή, αναπνοή»].