νήυτμος

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

Middle Liddell

νήϋτμος, ον, (νη-, ἀϋτμή), breathless, Hes.

Greek Monolingual

νήϋτμος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει, αναπνοή, άπνους («κεῖται νήϋτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀϋτμή «πνοή, αναπνοή»].