νίκημι
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
Aeolic for νικάω.
German (Pape)
[Seite 256] poet. = νικάω; Theocr. 7, 40; Antip. Th. 63 (VII, 743), νίκη, imperf., Pind. N. 5, 5; Theocr. 6, 46.
Russian (Dvoretsky)
νίκημι: (ῑ) дор. Pind., Theocr.; Anth. (только praes. и impf.) = νικάω.
Greek (Liddell-Scott)
νίκημι: νικάω, ἀλλὰ μόνον παρὰ Δωρ. ποιηταῖς· ἐνεστ. παρὰ Θεοκρ. 7. 40, Ἀνθ. Π. 7. 743· γ΄ παρατ. νίκη, Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις, ἐνίκα ἐν Ν., Πινδ. Ν. 5. 8, Θεόκρ. 6. 46.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
νίκημι: Αιολ. αντί νικάω, σε Θεόκρ.· ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. νίκη, σε Πίνδ., Θεόκρ.