ναρκοανάλυση

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

η
(ψυχιατρ.) μέθοδος διερεύνησης και ανάλυσης του υποσυνειδήτου και του ασυνειδήτου με ένεση ναρκωτικού η οποία προκαλεί μείωση ελέγχου της συνείδησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. narcoanalysis < narco- (< νάρκη) + analysis (< ανάλυση)].