Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
ναυστολῶ, -έω (Α) ναύστολος1. μεταφέρω μέσω θαλάσσης2. (για πλοίο) ταξιδεύω3. περνώ από έναν τόπο ταξιδεύοντας με πλοίο4. μτφ. οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ.