ναυστολώ

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

ναυστολῶ, -έω (Α) ναύστολος
1. μεταφέρω μέσω θαλάσσης
2. (για πλοίο) ταξιδεύω
3. περνώ από έναν τόπο ταξιδεύοντας με πλοίο
4. μτφ. οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ.