ναυστολώ

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

ναυστολῶ, -έω (Α) ναύστολος
1. μεταφέρω μέσω θαλάσσης
2. (για πλοίο) ταξιδεύω
3. περνώ από έναν τόπο ταξιδεύοντας με πλοίο
4. μτφ. οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ.