Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ναυτίζω (Μ) ναύτης1. ταξιδεύω στη θάλασσα2. κυβερνώ, κατευθύνω πλοίο.