ναυτίς

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτίς Medium diacritics: ναυτίς Low diacritics: ναυτίς Capitals: ΝΑΥΤΙΣ
Transliteration A: nautís Transliteration B: nautis Transliteration C: naftis Beta Code: nauti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, fem. of ναύτης, γυναῖκες Theopomp.Com.79.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ ναύτης, Θεόπομπ. Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Ζ´, 190, διάφ. γραφ. ναῦτις, -ιδος· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 256.

Greek Monolingual

ναυτίς, -ίδος και ναῦτις, -ιδος, ἡ (Α)
θηλ. του ναύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + επίθημα -ίς (πρβλ. μετρητίς)].