ναυτεία

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτεία Medium diacritics: ναυτεία Low diacritics: ναυτεία Capitals: ΝΑΥΤΕΙΑ
Transliteration A: nauteía Transliteration B: nauteia Transliteration C: nafteia Beta Code: nautei/a

English (LSJ)

ἡ, naval affairs, σύλληψις τῶν εἰς τὴν ν. OGI90.17 (Rosetta, ii B.C.), cf. PRev.Laws85.6 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυτεία: ἡ, = τὸ ναυτικόν, τὰ εἰς τὴν ν. Ἐπιγραφ. Μαρμάρου Ροσέττ. ἐν Συλλογ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 4697. 17.

Greek Monolingual

ναυτεία, ἡ (Α)
ναυτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -εία, κατά το στρατεία.