Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
νεαίνω (Α) νέος1. οργώνω αγρό για πρώτη φορά ή καλλιεργώ χέρσο αγρό, νεάζω2. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω.