νεκροπράτης

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek (Liddell-Scott)

νεκροπράτης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν νεκρῶν σώματα, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

νεκροπράτης, ὁ (Μ)
αυτός που πουλά τους νεκρούς, νεκροπέρνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -πράτης (< θ. πρα- του πι-πρά-σκω «πουλώ»), πρβλ. ιματιο-πράτης, χαλκο-πράτης.