νεκροπώλης

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

νεκροπώλης, ὁ (Α)
(για τον Αχιλλέα) αυτός που πουλά τους νεκρούς, νεκροπράτης, νεκροπέρνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιματιο-πώλης, λινο-πώλης.