νεκροσημαίνω

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

(για καμπάνα εκκλησίας) χτυπώ λυπητερά, για να αναγγείλω τον θάνατο κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + σημαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Π. Χιώτη].