νεκρόπολη

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

Greek Monolingual

η (Α νεκρόπολις)
η πόλη τών νεκρών, διαμέρισμα τών αρχαίων πόλεων όπου θάβονταν οι νεκροί, νεκροταφείο
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Νεκρόπολις
προάστιο της Αλεξάνδρειας στο οποίο βρίσκονταν πολλοί τάφοι.