νεκρόπολη
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
Greek Monolingual
η (Α νεκρόπολις)
η πόλη τών νεκρών, διαμέρισμα τών αρχαίων πόλεων όπου θάβονταν οι νεκροί, νεκροταφείο
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Νεκρόπολις
προάστιο της Αλεξάνδρειας στο οποίο βρίσκονταν πολλοί τάφοι.