νεκρόπολις
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
-εως, ἡ, city of the dead, a name given to a suburb of Alexandria, Str.17.1.10 and 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
nécropole.
Étymologie: νεκρός, πόλις.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρόπολις: -εως, ἡ, ἡ πόλις τῶν νεκρῶν, ὄνομα προαστείου τινὸς τῆς Ἀλεξανδρείας, «ἐν ᾧ κῆποί τε πολλοί, καὶ ταφαί, καὶ καταγωγαὶ πρὸς τὰς ταριχείας τῶν νεκρῶν ἐπιτήδειαι» Στράβων 795. 799.
Greek Monotonic
νεκρόπολις: -εως, ἡ, η πόλη των νεκρών, όνομα προαστίου της Αλεξάνδρειας που χρησίμευε ως τόπος ταφής, σε Στράβ.
Middle Liddell
νεκρό-πολις, εως,
city of the dead, a suburb of Alexandria used as a burial place, Strab.