νεκρώσιμος

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

German (Pape)

[Seite 238] zum Tödten gehörig, tödtlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρώσιμος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀποβλέπων εἰς νεκρόν, Στουδ. 1708Α νεκρώσιμος ἀκολουθία Εὐχολόγιον.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ νεκρώσιμος, -ον) νέκρωσις
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό («νεκρώσιμη ακολουθία» — ειδική ιερή ακολουθία που αποτελείται από κατανυκτικά τροπάρια, ευχές και ψαλμούς και τελείται κατά την κηδεία νεκρού)
νεοελλ.
1. νεκρικός («με νεκρώσιμη σιωπή», Σολωμ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το νεκρώσιμο
έντυπο αγγελτήριο κηδείας ή μνημοσύνου
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεκρώσιμα
οι προσφορές στους νεκρούς.
επίρρ...
νεκρωσίμως και -α- με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό.