νεκυϊκός

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκυϊκός Medium diacritics: νεκυϊκός Low diacritics: νεκυϊκός Capitals: ΝΕΚΥΪΚΟΣ
Transliteration A: nekyïkós Transliteration B: nekuikos Transliteration C: nekyikos Beta Code: nekui+ko/s

English (LSJ)

νεκυϊκή, νεκυϊκόν, of the dead, μαντεῖαι Cyran.30.

Greek Monolingual

νεκυϊκός, -ή, -όν (Α) νέκυς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεκρό.