νεοσμίλευτος

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

Middle Liddell

νεο-σμῑ́λευτος, ον
new-carved, Anth.

German (Pape)

[Seite 244] Bentley's Cons. in Diosc. 27 (VII, 411, μὴ σμιλευτός).

Greek (Liddell-Scott)

νεοσμίλευτος: [ῑ], -ον, ὁ νεωστὶ χαραχθείς, γράμματα Ἀνθ. Π. 7. 411· ἴδε Bentl. εἰς Φάλαρ. σ. 232, καὶ πρβλ. σμίλευμα.

Greek Monolingual

νεοσμίλευτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που σμιλεύθηκε πρόσφατα ή αυτός που χαράχθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σμιλεύω.

Greek Monotonic

νεοσμίλευτος: -ον, αυτός που έχει πρόσφατα σμιλευτεί, σε Ανθ.